Τι σημαίνει το future στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης future στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του future στο Αγγλικά.
Η λέξη future στο Αγγλικά σημαίνει μέλλον, μελλοντικός, μελλοντικός, μέλλον, Μέλλοντας, συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, μακρινό μέλλον, για το άμεσο μέλλον, μελλοντικό γεγονός, επόμενες γενιές, επόμενη ζωή, συντελεσμένος μέλλοντας, του συντελεσμένου μέλλοντα, συντελεσμένος μέλλοντας, προοπτική, μέλλοντας, μέλλουσα σύζυγος, διαχρονικός, κάνω κτ διαχρονικό, άμεσο μέλλον, στο άμεσο μελλον, στο μέλλον, στο μέλλον, στο άμεσο μέλλον, στο εγγύς μέλλον, σύντομα, προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλον, προβλέπω το μέλλον, λέω το μέλλον, μελλοντική προοπτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης future
μέλλονnoun (time) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I will do that in the future. Θα το κάνω στο μέλλον. |
μελλοντικόςadjective (of times to come) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Future business plans need to include a budget. Τα μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια πρέπει να περιλαμβάνουν προϋπολογισμό. |
μελλοντικόςadjective (grammar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Put the verb in the future tense. |
μέλλονnoun (a future state) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I wish I knew what the future of this country will be. |
Μέλλονταςnoun (grammar) "Will" is often used to express the future in English. |
συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσηςnoun (finance) (οικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) He deals in futures for a London bank. |
μακρινό μέλλονnoun (time which will eventually come) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Before we make plans for the distant future, let's make sure we can feed everyone now. |
για το άμεσο μέλλονexpression (for now) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μελλοντικό γεγονόςnoun ([sth] that will happen one day) (κάτι που θα συμβεί στο μέλλον) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The newsletter has a list of exciting future events in the neighborhood. |
επόμενες γενιέςplural noun (people yet to be born) |
επόμενη ζωήnoun (reincarnation) (μετενσάρκωση) I hope to come back as a house cat in a future life. |
συντελεσμένος μέλλονταςnoun (grammar tense) |
του συντελεσμένου μέλλονταadjective (grammar tense) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συντελεσμένος μέλλονταςnoun (grammar: will have done, etc.) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προοπτικήplural noun (outlook, potential success) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Without a high school diploma she hasn't got much in the way of future prospects. |
μέλλονταςnoun (grammar: will do, etc.) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In English, the future tense has two forms: I will dance and I am going to dance. |
μέλλουσα σύζυγοςnoun (fiancée, woman [sb] will marry) |
διαχρονικόςadjective (UK (unlikely to become obsolete) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω κτ διαχρονικόtransitive verb (protect from obsolescence) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άμεσο μέλλονnoun (period very soon to arrive) I have no plans to go abroad in the immediate future. |
στο άμεσο μελλονexpression (soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) There is little indication that the economy will improve in the foreseeable future. |
στο μέλλονexpression (one day, someday) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I want to learn how to play the piano in the future. Θέλω να μάθω να παίζω πιάνο στο μέλλον. |
στο μέλλονexpression (next time, from now on) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Having lost my savings once, in the future I'll be more careful with my investments. Έχοντας χάσει ήδη μια φορά τις αποταμιεύσεις μου, στο μέλλον θα είμαι πιο προσεκτικός με τις επενδύσεις μου. |
στο άμεσο μέλλονexpression (soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I have no plans to travel in the immediate future because my mother is ill. |
στο εγγύς μέλλον, σύντομαexpression (soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The exam results will be announced in the near future, but we don't know the exact date. |
προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλονverbal expression (figurative (make predictions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The fortune teller claimed she could look into the future. |
προβλέπω το μέλλονverbal expression (know what will happen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She claims she can see the future just by reading your hand. If I could see the future, it just might scare me to death. Υποστηρίζει ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον διαβάζοντας απλώς το χέρι σου. Αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον, μπορεί να με τρομοκρατούσε. |
λέω το μέλλονverbal expression (predict what will happen) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If I could tell the future it would probably scare me to death. |
μελλοντική προοπτικήnoun (business strategy or plan) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του future στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του future
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.