Τι σημαίνει το later στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης later στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του later στο Αγγλικά.
Η λέξη later στο Αγγλικά σημαίνει μετά, αργότερα, αργότερα, επόμενος, τα λέμε, καθυστερημένος, αργά, τέλη, καθυστερημένα, αργότερα, αργά, εκλιπών, όψιμος, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, Τα λέμε!, μεγάλη ηλικία, αργότερα, το αργότερο μέχρι ..., το αργότερο μέχρι, Τα λέμε!, αργά ή γρήγορα, χρόνια αργότερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης later
μετά, αργότεραadverb (subsequently) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He came back later and told us he'd found his keys. Γύρισε αργότερα (or: μετά) και μας είπε ότι βρήκε τα κλειδιά του. |
αργότεραadverb (at a future time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stop nagging me to fix the fence; I'll do it later. Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα. |
επόμενοςadjective (subsequent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A later bulletin reported that there were more fatalities. Ένα επόμενο δελτίο ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλοι θάνατοι. |
τα λέμεinterjection (see you later) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I've got to take this phone call. Later! Πρέπει να απαντήσω σε αυτή την κλήση. Τα λέμε! |
καθυστερημένοςadjective (after the scheduled time) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I need to go. I am late for my appointment. Πρέπει να φύγω. Έχω αργήσει (or: καθυστερήσει) στο ραντεβού μου. |
αργάadjective (near the end of the day etc.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It's late. Let's go home. Είναι αργά. Ας γυρίσουμε σπίτι. |
τέληadjective (latter part of) (στο τελευταίο μέρος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) They married in the late sixties. He married a woman in her late 40s. Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60. |
καθυστερημένα, αργότεραadverb (after the scheduled time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I arrived ten minutes late for the meeting. Έφτασα στη σύσκεψη με δέκα λεπτά καθυστέρηση. |
αργάadverb (near the end of: night, etc.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We talked late into the night. Μιλούσαμε μέχρι αργά τη νύχτα. |
εκλιπώνadjective (formal (former, deceased) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The late John Peters was a good man. Ο μακαρίτης (or: συγχωρεμένος) ο Τζον Πίτερς ήταν καλός άνθρωπος. |
όψιμοςadjective (fruit, vegetables: maturing later) (για φρούτα, λαχανικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The ripening times are different for early and late fruit. Οι χρόνοι ωρίμανσης για τα πρώιμα και τα όψιμα φρούτα διαφέρουν. |
σε μεταγενέστερη ημερομηνίαadverb (on an unspecified future day) (απροσδιόριστη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλονadverb (later) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We agreed to discuss the matter again at a later time. |
Τα λέμε!interjection (informal (see you soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγάλη ηλικίαnoun (mature years of adulthood) |
αργότεραadverb (at a subsequent time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Start with a rough outline and add the details later on. Ξεκίνα με μια γενική περιγραφή και πρόσθεσε τις λεπτομέρειες αργότερα. |
το αργότερο μέχρι ...preposition (on or before, by) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Full payment must be received no later than two weeks before the start of the course. Rooms must be vacated no later than midday. Η πλήρης εξόφληση πρέπει να γίνει το αργότερο δυο εβδομάδες πριν την έναρξη του μαθήματος. Τα δωμάτια πρέπει να αδειάσουν το αργότερο μέχρι το μεσημέρι. |
το αργότερο μέχριpreposition (before, by) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Τα λέμε!interjection (informal (Goodbye for now!) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αργά ή γρήγοραadverb (at some time in the future) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Keep up your life of crime and sooner or later you'll end up in prison! |
χρόνια αργότεραadverb (a long time after) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Years later, Rosa returned to her village. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του later στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του later
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.