Τι σημαίνει το lugar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lugar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lugar στο ισπανικά.

Η λέξη lugar στο ισπανικά σημαίνει θέση, θέση, θέση, μέρος, θέση, θέση, μέρος, θέση, τόπος και χρόνος, τόπος, χώρος, τόπος, τόπος, τόπος, -, θέση, τοποθεσία, τοποθεσία, ελεύθερη μνήμη, τοποθεσία, τοποθεσία, θέση, δωμάτιο, χώρος, χώρος, χώρος, θέση, θέση, μέρος, έκταση κατοικίας, που έχει εκδιωχθεί, στο ίδιο, προφανώς, ολοφάνερα, χωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό, πρώτα-πρώτα, κλισέ, κοινοτοπία, μετακομίζω, απομακρύνομαι, φεύγω, κάνω στην άκρη, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, μετακινώ, εμμέσως, σαφώς, δεινόσαυρος, κατάλυμα, παραπετώ, χάνω, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, καταφύγιο, σημείο να ξεκουραστώ, μου έρχεται, αντί για, για, δουλειά, βαρύνω, προκαλώ, επιφέρω, οφσάιντ, πέραν αμφιβολίας, έξω από τα νερά μου, ακατάλληλος, που εκτυλίσσεται, αντί, τρίτον, δεύτερον, κατ' αρχάς, στη θέση μου, αντί για, στη θέση σου, ως υποκατάστατο, σε θέση γονέα, κάπου, εκεί, κατά δεύτερον, κατά δεύτερον, επί τόπου, εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο, χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, αντί, από δω κι από κει, αντί για, επί τόπου, κάπου εδώ κοντά, επί τόπου, ισόπαλος με κπ, για αρχή, δεύτερον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lugar

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Envió un delegado para que fuese a la ceremonia en su lugar.
Έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην τελετή αντ' αυτού.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él debería recordar su lugar en la sociedad y dejar de causar problemas. // Yo no viviría mi vida como tú, pero realmente no es mi lugar juzgarte.

θέση

(κατάταξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Obtuvo el segundo lugar en la competición.

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este parque es uno de mis sitios favoritos.
Αυτό το πάρκο είναι από τα αγαπημένα μου μέρη.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Perdió su sitio en la cola.
Έχασε τη σειρά της.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre hay un sitio para ti en esta casa.
Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι.

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se hizo un sitio en la arena y se sentó a tomar el sol.

θέση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gente no se pone de acuerdo en qué papel juega la ciencia en la teología.

τόπος και χρόνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este no es el sitio adecuado para discutir de política.

τόπος

(τοποθεσία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ambulancia llegó al lugar del accidente a los cinco minutos.
Το ασθενοφόρο έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος μέσα σε πέντε λεπτά.

χώρος

(de un evento)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En este lugar se hacen conciertos y obras de teatro.
Σε αυτόν τον χώρο διοργανώνονται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.

τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ya me cansé del clima de Chicago. Me voy a mudar a un lugar más cálido.

τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ése es el lugar donde se cometió el asesinato.
Εδώ είναι ο τόπος όπου διαπράχθηκε ο φόνος.

-

nombre masculino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Todavía hay un lugar en mi corazón para mi novio de la preparatoria.
Το αγόρι μου από το λύκειο έχει ακόμα μια θέση στην καρδιά μου.

θέση

(en colegio determinado) (σε σχολείο, σε τμήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon y Felicity están decepcionados porque su hijo no obtuvo el lugar que ellos querían.
Ο Σάιμον και η Φελίσιτι είναι απογοητευμένοι γιατί ο γιος τους δεν πήρε τη θέση που ήθελαν.

τοποθεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim y Nicola hicieron picnic en un bello lugar local.

τοποθεσία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchos escaladores usaban el lugar como campamento.
Ο χώρος χρησίμευε σαν κατασκήνωση σε πολλούς ορειβάτες.

ελεύθερη μνήμη

nombre masculino (Η/Υ)

El técnico me dijo que mi PC no tiene más espacio en la memoria.

τοποθεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lugar donde está situado el monasterio es en lo alto de la colina.
Η θέση του μοναστηριού είναι στην κορυφή ενός λόφου.

τοποθεσία, θέση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra nueva casa está en un lugar precioso, rodeada de árboles.

δωμάτιο

(ξενοδοχείου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cómo son las habitaciones en el centro turístico?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας.

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No puedes comprar ese sofá. No tenemos espacio para él.
Δεν μπορείς να αγοράσεις αυτόν τον καναπέ. Δεν έχουμε χώρο.

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Con capacidad para 300 personas, la sala de conferencia del hotel es ideal para grandes reuniones.
Έχοντας χώρο για 300 άτομα, το συνεδριακό κέντρο του ξενοδοχείου είναι ιδανικό για μεγάλες συγκεντρώσεις.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La posición de Peter entre los campesinos era muy importante para él.
Η θέση του Πήτερ ανάμεσα στους χωρικούς ήταν πολύ σημαντική για αυτόν.

θέση

(παρκάρισμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Para! Hay un sitio para aparcar en la derecha.
Σταμάτα! Έχει χώρο να παρκάρεις στα δεξιά.

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este tren da servicio a Birmingham y todos los puntos del sur.

έκταση κατοικίας

(para vivir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει εκδιωχθεί

(από κάπου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los prisioneros trasladados nunca volvían, se asumía que los habían ejecutado.

στο ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προφανώς, ολοφάνερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πρώτα-πρώτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλισέ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
"No sos vos, soy yo" es un cliché.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η έκφραση «αποφεύγω κάτι όπως ο διάολος το λιβάνι» είναι στερεότυπη.

κοινοτοπία

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El discurso del político estaba lleno de tópicos y no ofrecía algo único.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estaba harto de esta ciudad, por lo que decidió partir.

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

κάνω στην άκρη

(MX) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, quítense para dejar pasar a la silla de ruedas.

κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno reposicionó tropas en Irak.

εμμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σαφώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Inequívocamente vi a un hombre caminando por el pasillo.

δεινόσαυρος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El edificio del viejo asilo es un dinosaurio y necesita ser demolido.

κατάλυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred ofreció a sus amigos alojamiento para pasar la noche.

παραπετώ, χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Descoloqué la confianza en mi marido infiel.

μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταφύγιο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cabaña es el retiro de Norma, va ahí cuando necesita escapar del mundo.
Αυτό το εξοχικό είναι το καταφύγιο της Νόρμα. Έρχεται εδώ όταν θέλει να ξεφύγει από την καθημερινότητα.

σημείο να ξεκουραστώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El gato andaba buscando un lecho bajo el sol.
Η γάτα έψαχνε ένα σημείο να ξεκουραστεί κάτω από τον ήλιο.

μου έρχεται

(ο λογαριασμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shawna generó una gran factura de teléfono el mes pasado.
Η Σόνα έκανε έναν τεράστιο λογαριασμό τηλεφώνου τον τελευταίο μήνα.

αντί για, για

(στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
No quiero hacer el trabajo por él.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

δουλειά

(lugar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ése es su lugar de trabajo. Sí, en ese edificio.
Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο.

βαρύνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El gasto militar pesa mucho en época de elecciones.

προκαλώ, επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La renuncia del ministro seguro va a provocar debate respecto de las causas.

οφσάιντ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El punto fue anulado porque estaba fuera de juego.

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξω από τα νερά μου

locución adjetiva (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El chico de pueblo se sintió fuera de lugar cuando fue a visitar la ciudad de New York. No me gustó la fiesta, estaba llena de fanáticos del fútbol y me sentí fuera de lugar.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

ακατάλληλος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που εκτυλίσσεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El libro trata la historia en desarrollo del crecimiento económico del país.

αντί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me ofreciste vino o refresco, pero tomaré agua en lugar de eso.
Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό.

τρίτον

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En primer lugar, no me gusta el pescado. En segundo lugar, no tengo hambre. En tercer lugar, no tengo dinero.

δεύτερον

locución adverbial (σε λίστα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En primer lugar, gracias a todos por venir. En segundo lugar, permítanme presentarles a nuestra presentadora.
Αρχικά, σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε. Κατά δεύτερον, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τον οικοδεσπότη μας.

κατ' αρχάς

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lo primero de todo, quiero felicitaros por el éxito de ayer.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα.

στη θέση μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El ladrón devolvió la pulsera a su sitio.

αντί για

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes usar tomates de lata en lugar de tomates frescos.

στη θέση σου

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Yo, en tu lugar, me ejercitaría más seguido.

ως υποκατάστατο

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes usar margarina en lugar de la manteca, pero los tallarines no te van a quedar tan ricos.

σε θέση γονέα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los maestros actúan en lugar de los padres mientras los chicos están en la escuela.

κάπου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκεί

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά δεύτερον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En primera instancia, el proyecto sería costoso, y en segunda instancia no tenemos el equipamiento.

κατά δεύτερον

locución adverbial (κατά δεύτερο λόγο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επί τόπου

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi médico tiene un laboratorio de rayos X en el mismo lugar de la consulta.

εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Venir a este lugar de vacaciones fue la mejor decisión que he tomado.

χωρίς αμφιβολία

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sin lugar a dudas, este es el mejor queque de chocolate que haya probado.

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta es, sin lugar a dudas, la mejor torta que probé en mi vida.
Αυτή είναι αναμφίβολα η καλύτερη τούρτα που δοκίμασα ποτέ.

αντί

locución adverbial

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Si trabajas un feriado puedes elegir que te paguen doble o, en vez de eso, tomarte dos días.
Αν δουλεύεις μια μέρα αργίας, μπορείς να επιλέξεις να πληρωθείς για τις διπλές ώρες ή, αντί αυτού, να πάρεις δύο μέρες ρεπό.

από δω κι από κει

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντί για

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tache la palabra "tres" y sustitúyala en su lugar por la palabra "seis".

επί τόπου

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pero usted estaba en el lugar, señor. Usted presenció el crimen y decidió guardar silencio.

κάπου εδώ κοντά

locución verbal (εδώ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επί τόπου

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tenemos periodistas sobre el terreno informando en directo desde el lugar de la noticia.
Έχουμε επί τόπου δημοσιογράφους που ενημερώνουν ζωντανά από το επίκεντρο των γεγονότων.

ισόπαλος με κπ

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για αρχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερον

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lugar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του lugar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.