Τι σημαίνει το pas στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pas στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pas στο Γαλλικά.
Η λέξη pas στο Γαλλικά σημαίνει βήμα, βήμα, βήμα, βήμα, δρασκελιά, βήμα, βηματισμός, -, βήμα, βήμα, βήμα, περπάτημα, βάδισμα, πέρα από τον έλεγχο σου, βηματίζω, δεν, δε, βήμα, δεν, δε, δυσχέρειες, δοκιμασίες, δεν, δε, πώς το θες;, χαλαρός, φαρδύς, μη διαθέσιμος, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, ανολοκλήρωτος, απών, οικονομικός, ψυχρός, περιττός, μη ρεαλιστικός, οικονόμος, αναποφάσιστος, αχρησιμοποίητος, επουσιώδης, αναξιόπιστος, αδιάθετος, ανόητος, παράλογος, που δεν είναι σκόπιμος, που δεν είναι καλή ιδέα, αδιάφορος, σταθερός, ανώνυμος, ανεπικερδής, άκαρπος, προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός, παράφωνος, κανένας, γενναίος, θαρραλέος, τολμηρός, αντιδημοκρατικός, άψητος, σταθερός, ακλόνητος, σώος, αβλαβής, άψογος, αψεγάδιαστος, αμεταρρύθμιστος, αντιαθλητικός, αντιαθλητικός, κοντά, μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι, δεν αισθάνομαι πολύ καλά, σε κίνηση, αλληλοαποκλειόμενος, απών, μη ενημερωμένος, σπανιότατος, σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς, γρήγορα, σβέλτα, που λείπει, χωρίς τίποτα να κάνω, πρόχειρος, ελεύθερος, υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες, αναμενόμενος, ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό, σκεπτικιστής,δύσπιστος, δυσκολόπιστος, αναποδιά, κακοτυχία, junk food, τζανκ φουντ, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, απογοήτευση, αποστροφή, απέχθεια, κτ που απαγορεύεται, προτιμήσεις, μέχρι, έως, ως, ούτε ψυχή, κανείς, συνεχίζω, συνεχίζομαι, κρατάω, κρατώ, καταλαβαίνω, κινούμαι νευρικά, σεργιανίζω, σουλατσάρω, κάνω περίπατο, προχωρώ γρήγορα, φλυαρώ, φλυαρώ, κρατώ, πατώνω, αποκλείω, απομονώνω, δίνω αξία σε κτ, που δεν βολεύει, που δεν ισχύει πια, που νιώθει αστάθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pas
βήμαnom masculin (de danse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le prochain pas de tango est difficile, alors fais attention. Το επόμενο βήμα του ταγκό είναι δύσκολο, γι' αυτό δώστε προσοχή. |
βήμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il marcha trois pas avant de s'arrêter et de tourner. Έκανε τρία βήματα, μετά σταμάτησε και γύρισε. |
βήμαnom masculin (bruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai entendu des pas au moment où elle s'approchait. |
βήμαnom masculin (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le pavillon est à quelques pas d'ici. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν θα πάρουμε αυτοκίνητο, δυο βήματα μακριά είναι. |
δρασκελιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jake a traversé la chambre en trois enjambées. Ο Τζέικ διέσχισε το δωμάτιο με τρεις δρασκελιές. |
βήμαnom masculin (façon de marcher) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les soldats marchent d'un pas régulier. Ο στρατός παρελαύνει με σταθερό βηματισμό. |
βηματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Linda marchait d'un pas déterminé. Η Λίντα προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le couvercle n'était pas sur le pot de moutarde. Το καπάκι είχε βγει από βάζο της μουστάρδας. |
βήμα(façon de marcher) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle avançait d'un pas court mais rapide. Κινήθηκε με μικρά αλλά γοργά βήματα. |
βήμαnom masculin (distance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils se tenaient à dix pas l'un de l'autre. Στέκονταν σε απόσταση δέκα βημάτων ο ένας από τον άλλο. |
βήμαnom masculin (marche à pied) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Chaque pas qu'il faisait le rapprochait du bord. |
περπάτημα, βάδισμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pour un homme si grand, John avait un pas léger. |
πέρα από τον έλεγχο σουlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'enquête n'est plus entre vos mains. |
βηματίζω(un lieu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle arpentait la pièce, s'inquiétant de ce qui allait se passer. |
δεν, δεadverbe (négation) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cette pomme n'est pas verte ; elle est rouge. «Έχει έρθει το αφεντικό;» «Όχι, ακόμα.» |
βήμαnom masculin pluriel (ήχος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y eut des bruits de pas puis des cris dans le couloir. |
δεν, δεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je ne suis pas coupable. Δεν είμαι ένοχος. |
δυσχέρειες, δοκιμασίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ils sont vraiment dans une mauvaise passe maintenant, avec deux crédits immobiliers sur les bras. Έχουν τρομερές δυσχέρειες αυτόν τον καιρό, αφού έχουν δύο υποθήκες. |
δεν, δεadverbe (refus) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je ne veux pas de sucre, merci. Δεν θέλω ζάχαρη, ευχαριστώ. |
πώς το θες;interjection (familier, ironique) (καθομιλουμένη, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ouais, elle est tellement futée... ou pas ! Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε! |
χαλαρός, φαρδύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les vibrations du moteur ont rendu l'assemblage lâche. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να έχω χάσει κιλά, γιατί το παντελόνι μου είναι χαλαρό (or: φαρδύ). |
μη διαθέσιμος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je croyais que Nathan savait que sa fille sortait boire, mais apparemment il l'ignorait. Νόμιζα ότι ο Νέιθαν ήξερε ότι η κόρη του έβγαινε έξω και έπινε, αλλά προφανώς δεν είχε ιδέα. |
ανολοκλήρωτος(travail,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'auteure est morte, laissant son dernier manuscrit inachevé. |
απών
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Όταν η Νάντια κοίταξε στο τραπέζι το επόμενο πρωί, το βιβλίο δεν υπήρχε. |
οικονομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leah et son copain recherchent un appartement abordable. Η Λέα και το αγόρι της ψάχνουν για ένα οικονομικό διαμέρισμα. |
ψυχρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils étaient tellement froids que nous nous sommes demandé comment nous les avions offensés. Ήταν τόσο ψυχροί που απορούσαμε πως του είχαμε προσβάλει. |
περιττός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La chambre avait des draps supplémentaires mais ce fut inutile. Το δωμάτιο είχε επιπλέον κλινοσκεπάσματα, αλλά ήταν περιττά. |
μη ρεαλιστικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il semble irréaliste d'envisager de terminer tout ce travail d'ici demain. |
οικονόμος(personne : familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναποφάσιστος(attitude, sentiments) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous devons convaincre les voteurs ambivalents de prendre une décision rapidement. |
αχρησιμοποίητος(αντικείμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un tiers de la nourriture inutilisée est jeté par les ménages des pays développés. |
επουσιώδης(όχι απαραίτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναξιόπιστος(familier : personne,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne prête jamais d'argent à des gens louches (or: pas nets). |
αδιάθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανόητος, παράλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le fou marchait dans la rue en marmonnant des mots et des expressions incompréhensibles. |
που δεν είναι σκόπιμος, που δεν είναι καλή ιδέα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανώνυμος(δεν έχει όνομα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεπικερδής, άκαρπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράφωνος(couleurs, sons) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κανένας(pas un) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) On n'entendait aucun bruit (or: pas un bruit). |
γενναίος, θαρραλέος, τολμηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιδημοκρατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άψητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθερός, ακλόνητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σώος, αβλαβής(χωρίς να τραυματιστεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άψογος, αψεγάδιαστος(idée) (για πρόσωπο: σωστός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμεταρρύθμιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιαθλητικός(αθλητισμός: χωρίς άμιλλα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιαθλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοντά(μεταφορικά: στο χρόνο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les raisins sont en train de mûrir : les vendanges sont proches. |
μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il donna aux œuvres de charité un grand nombre de vêtements usagés qu'il ne mettait plus. |
δεν αισθάνομαι πολύ καλά(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense qu'elle a attrapé la grippe : elle a l'air patraque. |
σε κίνηση(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avoir braqué la banque, il n'a pas arrêté de bouger pour fuir les autorités. |
αλληλοαποκλειόμενοςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
απών(επίσημο) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Désolé, Jone est absent (or: parti). Il sera de retour demain. Με συγχωρείτε, ο Τζον λείπει. Θα γυρίσει αύριο πίσω. |
μη ενημερωμένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπανιότατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De nos jours, les cabines téléphoniques publiques sont rares. Στην εποχή μας οι τηλεφωνικοί θάλαμοι είναι σπανιότατοι. |
σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'opposition monte régulièrement dans les sondages d'opinion et il y a de fortes chances qu'elle remporte les prochaines élections. Η αντιπολίτευση κερδίζει σταθερά έδαφος στις δημοσκοπήσεις και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. |
γρήγορα, σβέλτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που λείπει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je serai absent les prochains jours. Notre directeur de projet sera absent les trois prochaines semaines. Θα λείπω τις επόμενες ημέρες. |
χωρίς τίποτα να κάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόχειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος. |
ελεύθερος(με γενική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες(argot Internet : trop d'informations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναμενόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Attends, tu veux dire que tu le savais depuis tout ce temps et que tu ne me l'as pas dit ?! |
σκεπτικιστής,δύσπιστος, δυσκολόπιστος(πείθεται δύσκολα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναποδιά, κακοτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
junk food, τζανκ φουντ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les gens qui mangent trop de cochonneries souffrent de nombreux problèmes de santé graves. Όσοι τρώνε πολύ τζανκ φουντ πάσχουν από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας. |
δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απογοήτευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποστροφή, απέχθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κτ που απαγορεύεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προτιμήσειςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μέχρι, έως, ως
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Harry était tellement fatigué qu'il a dormi jusqu'à midi. Ο Χάρι ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι. |
ούτε ψυχή, κανείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Personne n'était en faveur des hausses de prix. |
συνεχίζω, συνεχίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bataille a continué et les attaques n'ont pas arrêté. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enfant tenait la main de sa mère pour traverser la route. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινούμαι νευρικά
Poppy a gigoté sur son siège pendant le long film. Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας. |
σεργιανίζω, σουλατσάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω περίπατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προχωρώ γρήγοραverbe intransitif (aller vite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κρατώ(aide, consentement, permission, soutien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron a refusé de consentir aux vacances de l'employé jusqu'à ce qu'il ait terminé le projet sur lequel il travaillait. Το αφεντικό δεν έδινε έγκριση για τις διακοπές του εργαζόμενου έως ότου εκείνος να τελειώσει το πρότζεκτ το οποίο δούλευε. |
πατώνω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai raté l'interrogation de maths et je dois la repasser. |
αποκλείω, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω αξία σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν βολεύει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fermeture du restaurant préféré d'Harry était pour lui très gênante. Το κλείσιμο του αγαπημένου εστιατορίου του Χάρυ ήταν πολύ άβολο για αυτόν. |
που δεν ισχύει πια(ticket, nourriture,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce billet est périmé ; tu ne peux plus l'utiliser. Αυτό το χαρτονόμισμα είναι παλιό. Δε μπορείς να το χρησιμοποιήσεις πια. |
που νιώθει αστάθεια(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a dit qu'elle se sentait chancelante et qu'elle avait besoin de s'asseoir. Είπε ότι αισθανόταν αδύναμη και ότι χρειαζόταν να καθίσει. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pas στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pas
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.