Τι σημαίνει το primera στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης primera στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του primera στο ισπανικά.
Η λέξη primera στο ισπανικά σημαίνει πρώτη, πρώτη θέση, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτα, πρώτος, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, πρώτα απ' όλα, πρώτη του μηνός, πρώτος, πρώτα-πρώτα, που αναφέρεται πρώτος, πρώτα, πρώτος, πρώτος, αρχικός, πρώτος, πρώιμος, πρώτος, αρχέγονος, αρχικός, πρώτος, βασικός, αρχικός, αρχικός, πρώτος, η πρώτη, την πρώτη, η πρώτη, την πρώτη, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρώτα απ' όλα, πρώτος, πρώτη φορά, πρώτος, πρώτος, πρώτη βάση, πρώτης διαλογής προϊόν, η πρώτη, τέλειος, αστάρι, μίνιο, εξώφυλλο, βολής πρώτου προσώπου, με πολλούς διάσημους, κορυφαίος, εκλεκτός, πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί, εκ των έσω, κορυφαίος, πρωί-πρωί, πρώτης ποιότητας, πρώτης γενιάς, από πρώτο χέρι, παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσης, πρώτης ποιότητας, κορυφαίος, σε πρώτη όψη, κορυφαίος, καλύτερης ποιότητας, άριστης ποιότητας, με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωση, με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία, για ψύλλου πήδημα, με την πρώτη ευκαιρία, εκ πρώτης όψεως, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, από αξιόπιστη πηγή, αρχικά, στην αρχή, που φέρει την ευθύνη, με την πρώτη ματιά, στην τύχη, πρωθυπουργός, υπόστρωμα, δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ, επικερδής μετοχή, πρώιμο στάδιο, αρχηγός κράτους, άμεσος διάδοχος, αρχή, έμπειρος ναυτικός, νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία, πρωϊνή έκδοση, πρώτη βάση, πρώτη επιλογή, ισόγειο, πρώτη εντύπωση, βοηθός καθηγητή, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, μητρική γλώσσα, εξώφυλλο, άριστη ποιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης primera
πρώτη
Cambia a primera cuando subas por colinas empinadas. Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός. |
πρώτη θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En primera clase siempre ofrecen champán. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Para mucha gente, Ronaldo estaría en el primer puesto de la lista de los mejores futbolistas del mundo. // Me gustó más la primera canción. Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quedó primera en la competición de deletreo. Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos sentamos en la primera fila de asientos. Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. |
πρώτοςadverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él cruzó la puerta primero y los demás le siguieron. Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo que tenemos que hacer primero es encontrar un sitio donde quedarnos. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
πρώτοςadjetivo (Música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toca el primer clarinete en la orquesta. Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας. |
κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Mentirte a ti? ¡Primero mataría a mi madre! Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα! |
πρώτα απ' όλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En primer lugar, quiero agradecerles a todos su presencia. |
πρώτη του μηνός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No nos vuelven a pagar hasta el primero. Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta noche es la primera representación de la obra. |
πρώτα-πρώτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αναφέρεται πρώτος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solamente la primera persona de la cuenta conjunta recibe sus acciones. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Primero debes escribir el ensayo y después debes editarlo. |
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτοςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tengo un perro y un gato. El primero ladra, el último maúlla. |
αρχικός, πρώτος, πρώιμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy apenas en las primeras etapas de mi recuperación. Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάρρωσής μου. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχέγονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los científicos investigaban las eras primarias, previas a la aparición de la vida en la tierra. |
αρχικός, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de sobreponerse a la impresión inicial, Ben estaba contento porque iba a ser padre. Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, ο Μπεν χάρηκε που θα γινόταν πατέρας. |
βασικός, αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fuente original de esto problemas es la reticencia al compromiso que muestra Paula. Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί. |
αρχικός, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los maoríes eran los habitantes originales de Nueva Zelanda. Οι Μαορί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας. |
η πρώτη, την πρώτη(του μήνα) En muchos países es tradición hacer bromas el 1 de abril. |
η πρώτη, την πρώτη(του μήνα) Mi fecha de nacimiento es el 1 de junio de 1990. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Antes que nada leamos el acta de la reunión anterior. Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας. |
πρώτα απ' όλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡No! ¡No puedes salir! En primer lugar porque no puedes pagarlo. |
πρώτοςlocución nominal femenina (béisbol) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No llegó más allá de la primera base. Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση. |
πρώτη φοράlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vine a Nueva York por primera vez cuando era niña. Πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη όταν ήμουν μικρούλα. |
πρώτοςlocución pronominal (Música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El compositor pretendía que los segundos violinistas contrastasen con los primeros. Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας. |
πρώτοςlocución pronominal (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ella es siempre la primera en cualquier competición. Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς. |
πρώτη βάσηlocución nominal femenina (béisbol) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Está en la primera base. Βρίσκεται στην πρώτη βάση. |
πρώτης διαλογής προϊόν
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vendemos artículos de primera a un precio un poco más alto que los de segunda. Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής. |
η πρώτηnombre propio femenino (Música: sinfonía) |
τέλειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αστάρι, μίνιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Necesitas darle una imprimación a la madera antes de pintarla. Πρέπει πρώτα να χρησιμοποιήσεις αστάρι στο γυμνό ξύλο. |
εξώφυλλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Su foto estaba en todas las portadas. Η φωτογραφία της ήταν σε κάθε εξώφυλλο. Τα πιο σημαντικά νέα είναι πάντα στο εξώφυλλο. |
βολής πρώτου προσώπου(voz inglesa) (βιντεοπαιχνίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με πολλούς διάσημους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La película tiene un reparto estelar. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi marido estudió en una escuela de ingeniería elitista. |
εκλεκτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los mejores cortes son siempre los más caros. |
πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί(naipes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se jugó de mano un as de corazones. Το πρώτο φύλλο ήταν άσος κούπα. |
εκ των έσω(επίσημο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Con ese gobierno, nadie sabe lo que está pasando en su interior. |
κορυφαίοςlocución adjetiva (coloquial) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El servicio que recibimos en el hotel siempre es de primera. |
πρωί-πρωίlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La salida para el recorrido de campo será mañana a primera hora. |
πρώτης ποιότηταςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cena fue de primera categoría, Joan. |
πρώτης γενιάςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Los ordenadores de primera generación eran enormes, lentos y tremendamente caros. |
από πρώτο χέριlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tengo experiencia de primera mano con ese programa de computadora. |
παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσης
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Itzhak Perlman es un violinista de primera categoría. |
πρώτης ποιότητας
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε πρώτη όψηlocución adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κορυφαίοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλύτερης ποιότητας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estas botas son caras porque son de primera línea. |
άριστης ποιότητας(informal) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωσηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A primera vista parecía un plan excepcional, pero algo me decía que había un detalle que habíamos pasado por alto. |
με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαίαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A primera vista parecía un pueblito aburrido. |
για ψύλλου πήδημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esa chica es tan emotiva que se pone a llorar a la más mínima. |
με την πρώτη ευκαιρία(AmL, coloquial) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En cuanto pude, lo hice a la primera de cambio. |
εκ πρώτης όψεως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A primera vista es un estupendo candidato, pero ¿has estudiado ya sus referencias? |
αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρίαexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A la primera de cambio aceptaría el trabajo. |
από αξιόπιστη πηγή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Claro que es cierto, ¡lo obtuve de primera mano! |
αρχικά, στην αρχήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Parecía un buen plan a primera vista, pero más tarde nos dimos cuenta de que era un fiasco. |
που φέρει την ευθύνηlocución adjetiva (figurado, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με την πρώτη ματιά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Με την πρώτη ματιά φαινόταν καλή ιδέα, αλλά όταν ο Τζος το εξέτασε παραπάνω, συνειδητοποίησε πως δεν θα έπιανε ποτέ. |
στην τύχη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A primera vista (or: a simple vista) diría que tiene unos cuarenta años. |
πρωθυπουργόςlocución nominal con flexión de género (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) El primer ministro se reunió con la reina el lunes. Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε γα λίγο με τη βασίλισσα τη Δευτέρα. |
υπόστρωμα(de pintura) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ(πυγμαχία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επικερδής μετοχή
El fondo invierte en valores de primer orden. |
πρώιμο στάδιο
El proyecto está aún en la primera fase. |
αρχηγός κράτους
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) En un reino, el jefe de Estado es el rey y no un presidente. |
άμεσος διάδοχος
El príncipe Carlos es el heredero natural de la corona británica. |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La primera palabra de la Biblia es uno de los pasajes más conocidos. |
έμπειρος ναυτικόςlocución nominal masculina Mi abuelo fue un marinero de primera en el Titanic. |
νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo pocos recuerdos de mi primera infancia. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις από τη νηπιακή μου ηλικία. |
πρωϊνή έκδοση(εφημερίδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Obviamente París hubiera sido mi primera elección. |
ισόγειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es un rancho de un solo piso, así que todo está en la planta baja. |
πρώτη εντύπωσηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No siempre es conveniente guiarse por la primera impresión. |
βοηθός καθηγητήlocución nominal común en cuanto al género (AR) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Técnicamente soy ayudante de primera, pero el profesor me trata como si fuera su esclavo. |
κεντρικό θέμα, κύριο θέμα
La primera plana del diario de hoy es un artículo sobre el aumento del crimen. |
μητρική γλώσσαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tiene el inglés como primera lengua. |
εξώφυλλο(de un libro) (βιβλίο, περιοδικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άριστη ποιότητα
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του primera στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του primera
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.