Τι σημαίνει το andar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης andar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του andar στο ισπανικά.

Η λέξη andar στο ισπανικά σημαίνει πορεύομαι, περπατάω, περπατώ, έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο, περπάτημα, κυλάω, απασχολημένος, σκαρώνω, κίνηση, οδηγώ, περπατώ, περπατάω, προχωράω, πηγαίνω, λειτουργώ, περπατάω, περπατώ, χοροπήδημα, λειτουργώ, έχω σχέση, κάνω, φλερτ, καμπουριάζω, περπατάω, προχωράω, είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια, κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα, πατάω, πατώ, βιάζομαι, ψαρεύω, ξαναπερπατώ, παίζω, καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα, επιδεικτικό περπάτημα, περιφέρομαι, τριγυρίζω, δεν λειτουργώ, είμαι εδώ, είμαι παρών, τελειώνω, παμπάλαιος, πανάρχαιος, που τα έχει παίξει, ατημέλητη εμφάνιση, ατημελησία, βόλτα με σνόουμομπιλ, βόλτα με μηχανοκίνητο έλκηθρο, ιππασία, ποδηλασία, οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας, υπεκφεύγω, έχω διάρροια, έχω ευκοίλια, προχωρώ προσεκτικά, δεν βγάζει πουθενά, ανοίγω τον δρόμο, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, κάνω ποδήλατο, δεν είναι για καλό, κάνω του κεφαλιού μου, αποφεύγω το ζήτημα, τα λέω έξω από τα δόντια, πλέω, κινούμαι νευρικά, δρασκελίζω, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ, περπατώ αδέξια, είμαι γυναικάς, είμαι προσεκτικός, χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ, χωλαίνω,κουτσαίνω, μένω/κάθομαι άπρακτος, προσπαθώ, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, κινούμαι αδέξια, κάνω παρέα με κπ, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με, βαδίζω στα βήματα κάποιου, μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου, δεν αποφεύγω να κάνω κτ, παρασύρομαι, περπατάω σαν την πάπια, προχωράω σαν την πάπια, οδηγώ μοτοποδήλατο, κάνω έλκηθρο, κάνω κανό, κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ, περπατάω στα νύχια των ποδιών, πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη, κάνω περιοδεία, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, κάνω νερά, δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ, φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω, μου λείπει, φτάνω τα, κοντεύω τα, κάνω ποδήλατο, περπατάω με μεγάλα βήματα, καβαλάω μηχανή, καλπάζω, κάνω παρέα με κπ, περπατάω, περπατώ, πηγαίνω με μηχανάκι, κυμαίνομαι περί το, μαύρες, κυνηγάω, σκαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης andar

πορεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El profeta nos enseñó a andar en paz.

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Te gustaría ir en carro o caminando?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay servicio de autobús todos los días excepto el domingo.

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andar te ahorra dinero en autobuses y gasolina, y además es una buena forma de hacer ejercicio.
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

κυλάω

(vehículo) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El automóvil anduvo a lo largo de la calle.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

απασχολημένος

verbo intransitivo (coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¿En qué has andado desde la última vez que te vi?

σκαρώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tendero le preguntó al travieso niño en qué andaba.
Ο καταστηματάρχης ρώτησε το άτακτο μικρό αγόρι τι σκάρωνε.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan caminaba con un andar extraño debido a su herida.

οδηγώ

(CR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anduvimos durante 50 millas y justo entonces el coche se averió.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche se averió, tendremos que andar.

περπατάω, προχωράω

verbo intransitivo (pato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pato caminó hacia nosotros y empezó a comer pan.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo vas?
Πώς τα πας;

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Funciona el coche?
Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο;

περπατάω, περπατώ

(largas distancias)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Irene caminó hasta la casa de su hermano desde aquí.
Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της.

χοροπήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andaba con un paso ligero, como una niña pequeña.
Περπατούσε ελαφρώς χοροπηδηχτά, σαν κοριτσάκι.

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El ventilador no funciona.

έχω σχέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Saldría contigo pero estoy saliendo con alguien más.
Θα έβγαινα μαζί σου, αλλά έχω σχέση με κάποιον.

κάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él va por ahí con ese aspecto tan desagradable.

φλερτ

(προσπάθεια προσέγγισης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tener citas se ha vuelto más difícil a mis cincuenta y tantos.
Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου.

καμπουριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ann siempre va encorvada. Debería ponerse recta o va a acabar con problemas de espalda.
Η Αν πάντα καμπουριάζει. Πρέπει να στέκεται ίσια ή θα κάνει κακό στην πλάτη της.

περπατάω, προχωράω

(μέσα στο νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su madre le advirtió que no vadeara muy adentro para evitar que la marea la pudiera arrastrar.
Η μητέρα της της είπε να μην περπατήσει (or: προχωρήσει) πολύ μακριά για να μην την παρασύρει η παλίρροια.

είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πατάω, πατώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψαρεύω

(con impertinencia, descaradamente) (αργκό, μεταφορικά: πελατεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa solicitaba descaradamente clientes enviándoles publicidad por correo.
Η εταιρεία ψάρευε πελάτες στέλνοντας διαφημιστικά έντυπα.

ξαναπερπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω

(informal, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ojalá Derek dejara de jugar y tomara un decisión sobre sus intenciones.

καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα

Por el pavoneo que se traía, los compañeros de Nina sabían que estaba contenta consigo misma.
Οι συνάδελφοι της Νίνας καταλάβαιναν από το καμαρωτό περπάτημά της πως αισθανόταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

επιδεικτικό περπάτημα

¿Te has fijado en María? Es difícil no fijarse en su contoneo.

περιφέρομαι, τριγυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Decidimos deambular un rato por el pueblo.

δεν λειτουργώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si el embrague falla, no podrás cambiar de velocidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν δεν λειτουργήσει ο συμπλέκτης δε μπορείς ν' αλλάξεις ταχύτητες.

είμαι εδώ, είμαι παρών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No hay mucha gente hoy.

τελειώνω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andamos mal de papel higiénico.
Μας τελειώνει το χαρτί υγείας.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

locución adjetiva (coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esa leyenda es más vieja que andar a pie.

που τα έχει παίξει

locución verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi televisión no va bien, así que no puedo mirar mi programa favorito esta noche.

ατημέλητη εμφάνιση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατημελησία

(κατάσταση: απεριποίητη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βόλτα με σνόουμομπιλ, βόλτα με μηχανοκίνητο έλκηθρο

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ιππασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μου αρέσει η ιππασία, αλλά μετά πονάνε οι μύες μου.

ποδηλασία

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gusta andar en bicicleta durante el verano.

οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andar en moto siempre me da un poco de miedo.

υπεκφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deja de andar con rodeos y dime la verdadera razón.

έχω διάρροια, έχω ευκοίλια

(informal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Deberías faltar al trabajo cuando andas flojo de vientre.

προχωρώ προσεκτικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella fue tanteando por el corredor en la oscuridad.

δεν βγάζει πουθενά

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Hemos estado trabajando todo el día pero, aun así, no vamos ni para atrás ni para adelante.

ανοίγω τον δρόμο

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Echaron a andar las máquinas de la nueva tienda de yogurt helado regalando muestras todo el día.

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

(coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Escuché que Tracy lo ha puesto con todo el equipo de futbol.

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah y Jim anunciaron felizmente la llegada de su hija. Tanto a la madre como la hija están bien.
Η Σάρα και ο Τζιμ έχουν τη χαρά να ανακοινώσουν τον ερχομό της κόρης τους, Γκρέις. Τόσο η μητέρα όσο και το βρέφος τα πηγαίνουν καλά.

κάνω ποδήλατο

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Montar en bici nunca se olvida.
Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο.

δεν είναι για καλό

locución verbal

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Cuando pone esa cara sé que no anda en nada bueno.

κάνω του κεφαλιού μου

locución verbal (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aquí todos los electrodomésticos son muy temperamentales, andan cuando quieren, y a veces hay que darles de patadas para que arranquen.

αποφεύγω το ζήτημα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα λέω έξω από τα δόντια

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La periodista fue al grano y expresó su rechazo al político.

πλέω

(por agua) (σκάφος, πλοίο κλπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Había un bote yendo a la deriva por el medio del lago.
Μια βάρκα έπλεε στη μέση της λίμνης.

κινούμαι νευρικά

Poppy estuvo inquieta durante la larga película.
Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας.

δρασκελίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El caballo elegante andaba a grandes pasos por el campo.

γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατώ αδέξια

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είμαι γυναικάς

είμαι προσεκτικός

(figurado)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ándate con pies de plomo que te persiguen.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός.

χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ

(AmL: vulgar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Deja de andar jodiendo y termina tu tarea!
Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τα μαθήματά σου!

χωλαίνω,κουτσαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aunque le dolía, podía andar renqueando con ayuda de un bastón.

μένω/κάθομαι άπρακτος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anda por ahí hablando en lugar de trabajar.

προσπαθώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περπατώ βαριά, περπατώ αργά

locución verbal

κινούμαι αδέξια

κάνω παρέα με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No quiero que te juntes con él; no es bueno para ti.
Δε θέλω να τον συναναστρέφεσαι. Δεν είναι καλός για σένα.

βαδίζω στα βήματα κάποιου

locución verbal (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quería andar en los mismos pasos que su hermano y convertirse en un jugador de fútbol.

μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου

(con negativo) (μεταφορικά)

Wow, de verdad no te guardaste nada en la reunión, ¡les dijiste exactamente lo que pensabas!

δεν αποφεύγω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Verónica fue al grano y le dijo a su jefe exactamente lo que pensaba sobre él.

παρασύρομαι

(por tierra)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las hojas iban a la deriva por el viento.
Τα φύλλα παρασύρθηκαν με τον άνεμο.

περπατάω σαν την πάπια, προχωράω σαν την πάπια

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está tan gordo que sólo puede andar como un pato.

οδηγώ μοτοποδήλατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El verano pasado fui y volví en moto hasta la costa.

κάνω έλκηθρο

locución verbal (διαδικασία)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Anduvimos en trineo por la montaña toda la tarde.
Κάναμε έλκηθρο στον λόφο όλο το απόγευμα.

κάνω κανό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anduvimos en canoa por un trecho corto del río.
Κατεβήκαμε με κανό ένα μικρό κομμάτι του ποταμού.

κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ

(AmL)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Simón y a Juan les gusta andar en patineta hasta la escuela cuando hace buen tiempo.
Στον Σάιμον και τον Τζέικ αρέσει να πηγαίνουν με τα σκέιτμπορντ στο σχολείο όταν έχει καλό καιρό.

περπατάω στα νύχια των ποδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bradley anduvo sigilosamente por la casa evitando la tarima chirriante.

πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη

(ευφημισμός, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω περιοδεία

La banda ganó muchos fanáticos cuando anduvieron de gira por todo el país.

λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ

El camión funciona con diésel.

κάνω νερά

(μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La lavadora empezó a andar mal de repente.
Ξαφνικά το πλυντήριο τα έπαιξε.

δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El televisor no anda bien, pero creo que es nada más por un cable que está flojo.
Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή.

ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John es bastante feo, pero siempre anda detrás de las chicas guapas.
Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια.

περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ

locución verbal

φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω

(figurado, hablar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sin ganas de andar de puntillas con el tema, su jefe lo despidió.

μου λείπει

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tengo que ir de compras, andamos cortos de pan y leche.
Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.

φτάνω τα, κοντεύω τα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi abuela está llegando a los noventa, pero todavía sale a caminar todos los días.

κάνω ποδήλατο

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Iremos en bici al almacén.
Θα κάνουμε ποδήλατο μέχρι το κατάστημα.

περπατάω με μεγάλα βήματα

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Len entró en la oficina dando zancadas y pidió ver al gerente.
Ο Λεν μπήκε αποφασιστικά μέσα στο γραφείο και απαίτησε να δει τον μάνατζερ.

καβαλάω μηχανή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλπάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω παρέα με κπ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Desde que Harvey empezó a estar con ese grupo de chicos más grandes, siempre está en problemas.

περπατάω, περπατώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mientras caminaba por el sendero, Charlotte pensó en toda la gente que debía de haber pasado por allí antes que ella. ¡Ese hombre es el mayor sinvergüenza que jamás ha caminado por la faz de la tierra!
Ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η Σάρλοτ σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πρέπει να το έχουν περπατήσει πριν από εκείνη.

πηγαίνω με μηχανάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voy en moto al trabajo a menos que llueva.

κυμαίνομαι περί το

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tasa de crecimiento se mantiene alrededor de 1% este año.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ρυθμός κυμαίνεται περί το 10% αυτό το χρόνο.

μαύρες

(coloquial) (καθομ: είμαι σε ή έχω)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ella anda tristeando desde que su novio la dejó.
Έχει της μαύρες της από τότε που έφυγε το αγόρι της.

κυνηγάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah persiguió a Ian durante semanas hasta que él aceptó salir con ella.
Η Σάρα κυνηγούσε τον Ίαν για εβδομάδες πριν αυτός δεχθεί να βγει μαζί της.

σκαρώνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sé qué está planeando, pero seguro está en algo.
Δεν ξέρω τι σχεδιάζει, αλλά, σίγουρα, σκαρώνει κάτι!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του andar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του andar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.