Τι σημαίνει το mood στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mood στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mood στο Αγγλικά.

Η λέξη mood στο Αγγλικά σημαίνει διάθεση, διάθεση, έγκλιση, κακή διάθεση, συμφωνώ, καλή διάθεση, κακόκεφος, κακοδιάθετος, ευδιάθετος, με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να, ανεβάζω τη διάθεση, ελαφραίνω την ατμόσφαιρα, κακή διάθεση, πίνακας παρουσίασης, διαταραχή της διάθεσης, που φτιάχνει τη διάθεση, αντικαταθλιπτικός, χαλαρωτική oρχηστρική μουσική, δαχτυλίδι διάθεσης, εναλλαγές διάθεσης, δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια, φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mood

διάθεση

noun (emotional state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was in a good mood after passing the exam.
Αφού πέρασε τις εξετάσεις, ήταν σε καλή διάθεση.

διάθεση

noun (temporary disposition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mood of the electorate is unhappy, with joblessness high.
Στο εκλογικό σώμα επικρατεί κλίμα δυσαρέσκειας εξαιτίας της υψηλής ανεργίας.

έγκλιση

noun (grammar: aspect of verb)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non-native speakers have trouble with the subjunctive mood.
Οι ξένοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την υποτακτική έγκλιση της γλώσσας.

κακή διάθεση

noun (grumpiness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wouldn't ask him at the moment, given his bad mood.

συμφωνώ

noun (informal (expressing strong agreement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλή διάθεση

noun (cheerful frame of mind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has good moods and bad moods – there's no predicting it.
Έχει καλή διάθεση και κακή διάθεση - δεν μπορείς να το προβλέψεις.

κακόκεφος, κακοδιάθετος

expression (grumpy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josh will be in a bad mood when he finds out you've eaten his chocolate.
Ο Τζος θα χαλαστεί όταν ανακαλύψει ότι έφαγες τη σοκολάτα του.

ευδιάθετος

adjective (cheerful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I got an excellent mark for my translation today, so I'm in a really good mood.
Πήρα άριστα για τη μετάφρασή μου σήμερα και γι' αυτό είμαι ευδιάθετος.

με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να

adjective (keen, feeling like doing [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let me know when you're in the mood for a game of chess.

ανεβάζω τη διάθεση

verbal expression (improve [sb]'s mood)

These party songs are guaranteed to lift your spirits.

ελαφραίνω την ατμόσφαιρα

verbal expression (figurative (make the atmosphere less solemn)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακή διάθεση

noun (depression)

Bethany was in a low mood after the death of her mother.

πίνακας παρουσίασης

noun (display used to plan or design [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαταραχή της διάθεσης

noun (psychological problem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When she took her meds, you wouldn't have known she had a mood disorder.

που φτιάχνει τη διάθεση

adjective (uplifting, cheering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαταθλιπτικός

adjective (drug: antidepressant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαλαρωτική oρχηστρική μουσική

noun (light instrumental music)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δαχτυλίδι διάθεσης

noun (finger jewellery that changes colour) (αλλάζει χρώμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I gave a mood ring to my girlfriend.

εναλλαγές διάθεσης

plural noun (dramatic changes in emotion)

Bipolar disorder is characterized by mood swings.

δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια

adjective (informal (disinclined, unwilling) (καθομ: για κάτι ή να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not in the mood to listen to your lies.

φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα

verbal expression (establish a certain tone or atmosphere) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mood στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mood

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.