Τι σημαίνει το puerta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης puerta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puerta στο ισπανικά.

Η λέξη puerta στο ισπανικά σημαίνει πόρτα, σπίτι, τακτική ελεύθερης προσπέλασης, εισιτήριο για κτ, πόρτα, πύλη, κτ που ανοίγει πόρτες, είσοδος, πόρτα, πόρτα, όριο, πύλη, πύλη, έξοδος, κλειδί, κατώφλι, κλειστός, πόρτα-πόρτα, μυστικός, κατ' ιδίαν, πόρτα πόρτα, πλάτη καρότσας φορτηγού, καρφί, πίσω πόρτα, πόρτα του αχυρώνα, πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο, συνάντηση σε κλειστό κύκλο, πωλητής πόρτα πόρτα, πόρτα πυρασφάλειας, εξώπορτα, εσωτερική πόρτα, μπαλκονόπορτα, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, περιστρεφόμενη πόρτα, πύλη αναχώρησης, πόρτα, γκαραζόπορτα, πόρτα του κήπου, χρυσό εισιτήριο, ρολό, συρόμενη πόρτα, περιστρεφόμενη πόρτα, σίτα πόρτας, ταμπέλα, γυάλινη πόρτα, πωλήσεις πόρτα-πόρτα, διπλή πόρτα, ξεπροβοδίζω, κάνω ουρά, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, δίνω χώρο σε κπ/κτ, κρυφακούω, στήνω αυτί, κλειδώνω την πόρτα, παίρνω πόδι, χτυπάω, χτυπώ, συνοδεύω, πόρτα πόρτα, παράνομος, κεκλεισμένων των θυρών, πόρτα-πόρτα, πόρτα του πόρτ παγκάζ, είσοδος, πίσω πόρτα, πωλητής πλασιέ, περιστρεφόμενη πόρτα, βροντάω, κλείνω απ'έξω, διανομή δωρεάν, παράνομη πρόσβαση, χωρίς συστάσεις, σουτ, διαβατήριο, εισιτήριο, λογική πύλη, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης puerta

πόρτα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abrió la puerta y entró en la habitación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κεντρική θύρα του αρχοντικού έβλεπε στον δρόμο.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vive calle abajo a tres puertas de aquí.
Μένει τρία σπίτια πιο κάτω.

τακτική ελεύθερης προσπέλασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"La gratitud es una puerta a la abundancia" Yogi Bhajan.

εισιτήριο για κτ

(éxito, figurado) (μεταφορικά)

Kelly considera que la educación superior es la puerta a una mejor vida.
Η Κέλλυ θεωρούσε την ανώτατη εκπαίδευση εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή.

πόρτα

nombre femenino (esquí)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El esquiador se perdió dos puertas durante la carrera.

πύλη

nombre femenino (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La puerta de la ciudad se cerraba cuando caía el sol.

κτ που ανοίγει πόρτες

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είσοδος, πόρτα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de periodistas llenó la entrada.
Μια ομάδα από ρεπόρτερ μπλόκαραν την είσοδο.

πόρτα

(μεταφορικά, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Espero que este trabajo sea tu sendero hacia una gran carrera en la industria de la moda.
Ελπίζω αυτή η δουλειά να σου ανοίξει τις πόρτες για μια μεγάλη καριέρα στον χώρο της μόδας.

όριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estambul está a la entrada de Europa.
Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα όρια της Ευρώπης.

πύλη

(geografía, figurado) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
St. Louis es la entrada al oeste.

πύλη, έξοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juan fue a la puerta de embarque equivocada y se perdió el vuelo.

κλειδί

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un título universitario es una puerta abierta al éxito económico.
Ένα πτυχίο πανεπιστημίου είναι το κλειδί για την οικονομική επιτυχία.

κατώφλι

(πόρτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Roxana se tropezó con el umbral cuando entraba al edificio.

κλειστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un acto privado: para entrar es necesario tener invitación.

πόρτα-πόρτα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μυστικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατ' ιδίαν

(λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Me dijo en privado que piensa renunciar el mes que viene.
Μου είπε ιδιωτικά ότι σκοπεύει να παραιτηθεί τον επόμενο μήνα.

πόρτα πόρτα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Empecé mi carrera vendiendo aspiradoras de puerta en puerta.
Ξεκίνησα πουλώντας ηλεκτρικές σκούπες πόρτα πόρτα.

πλάτη καρότσας φορτηγού

(vehículo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρφί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω πόρτα

En esta casa, la puerta trasera da directamente a la cocina.

πόρτα του αχυρώνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ten cuidado cuando abras la puerta del sótano porque las escaleras son muy empinadas.
Πρόσεχε όταν θα περάσεις την πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο γιατί η σκάλα είναι πολύ απότομη. Πήγε να φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί και πέρασε από την πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο.

συνάντηση σε κλειστό κύκλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunque algunos miembros pedían un debate público, la mayoría pensó que el asunto era tan sensible que debía discutirse en una reunión a puerta cerrada.

πωλητής πόρτα πόρτα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
James es un vendedor de puerta en puerta de aspiradoras.

πόρτα πυρασφάλειας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξώπορτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi familia suele entrar y salir por la puerta de la cocina, pero preferimos que los invitados usen la entrada principal.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

εσωτερική πόρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La puerta interior es de diferente color para hacer juego con los tonos de la habitación.

μπαλκονόπορτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La puerta ventana da mucha luz a la habitación.

είσοδος προσωπικού και προμηθευτών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El dueño del restaurante pide que todos los pedidos entren por la puerta de servicio.

περιστρεφόμενη πόρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πύλη αναχώρησης

(acceso al avión)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de cruzar la puerta de embarque, se dio vuelta y le envió su último saludo.

πόρτα

nombre femenino (αεροπλάνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκαραζόπορτα

nombre femenino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La puerta de la cochera de mi casa es de color café.

πόρτα του κήπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
José, cierra la puerta del jardín para que no se escapen los perros.

χρυσό εισιτήριο

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

ρολό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συρόμενη πόρτα

nombre femenino

περιστρεφόμενη πόρτα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σίτα πόρτας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταμπέλα

(σε πόρτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cartel de la puerta decía «No molestar».

γυάλινη πόρτα

πωλήσεις πόρτα-πόρτα

διπλή πόρτα

locución nominal femenina

ξεπροβοδίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ουρά

locución verbal (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tienes una idea brillante, los inversores llamarán a tu puerta.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El Primer Ministro dijo que le gustaría dejar la puerta abierta para futuras negociaciones.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

expresión (figurado) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando la ganadora de la medalla de oro cayó, dejó la puerta abierta a sus competidoras.

κρυφακούω, στήνω αυτί

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si pegas el oído a la puerta, escucharás lo que dicen.

κλειδώνω την πόρτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre pongo la alarma contra robos y cierro la puerta con llave cuando salgo.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

παίρνω πόδι

locución verbal (ES, informal) (μτφ, καθομ: απολύομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le dieron puerta en cuanto supieron que no tenía la documentación en regla.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucía tocó la puerta y esperó.
Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν.

συνοδεύω

locución verbal (προς την έξοδο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos, te acompaño hasta la puerta.

πόρτα πόρτα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Empecé mi carrera como vendedor de seguros de puerta en puerta.
Ξεκίνησα την καριέρα μου πουλώντας ασφάλειες πόρτα πόρτα.

παράνομος

locución adjetiva (informática)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κεκλεισμένων των θυρών

(επίσημο, λόγιος, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La reunión secreta tuvo lugar en privado.

πόρτα-πόρτα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόρτα του πόρτ παγκάζ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Kim abrió la puerta trasera y sacó las mochilas y los palos para senderismo.

είσοδος

locución nominal femenina (fig) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acostarse con el jefe no es la puerta de acceso a la alta sociedad.

πίσω πόρτα

πωλητής πλασιέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστρεφόμενη πόρτα

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βροντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El viento se coló por las ventanas y cerró la puerta de un portazo.
Ο άνεμος φυσούσε μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και η πόρτα βρόντηξε.

κλείνω απ'έξω

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανομή δωρεάν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράνομη πρόσβαση

locución nominal femenina (informática)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χωρίς συστάσεις

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Al vendedor no le dieron directrices y tuvo que llamar a los clientes potenciales, a ciegas.

σουτ

(fútbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El delantero sólo hizo tres tiros a marco en todo el juego.

διαβατήριο, εισιτήριο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fama y el dinero no son necesariamente la puerta a la felicidad.

λογική πύλη

ξεπροβοδίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puerta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του puerta

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.