Τι σημαίνει το verdade στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης verdade στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verdade στο πορτογαλικά.

Η λέξη verdade στο πορτογαλικά σημαίνει αλήθεια, η αλήθεια, αλήθεια, αλήθεια, Σοβαρά;, Αλήθεια;, γεγονός, δεδομένο, πραγματικότητα, αλήθεια, εγκυρότητα, της μετα-αλήθειας, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, υπεκφεύγω, -, Μα τι λες!, Τι μας λες;, -, ομολογουμένως, σοβαρά, πραγματικά, στην πραγματικότητα, στ' αλήθεια, το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι, για την ακρίβεια, ευαγγέλιο, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., η αλήθεια θα σας ελευθερώσει, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, στην πραγματικότητα, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!, ορός της αλήθειας, ευαγγέλιο, η ώρα της αλήθειας, αποκάλυψη, αυταπόδεικτο γεγονός, η απόλυτη αλήθεια, καθολική αλήθεια, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια, μισή αλήθεια, η ώρα της κρίσης, αποδεικνύω, λέω την αλήθεια, αποδεικνύομαι αληθινός, παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός, για να είμαι ειλικρινής, η ώρα της αλήθειας, κοιτάζω κπ στα μάτια, αλήθεια, καθολική έννοια, αλήθεια, αληθινός, δεν είναι έτσι, καταλαβαίνω ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης verdade

αλήθεια

substantivo feminino (fato, que é real)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aqueles artigos são todos mentiras. Leia este aqui. Ele diz a verdade.
Εκείνα τα άρθρα λένε ψέματα. Διάβασε αυτό εδώ. Λέει την αλήθεια.

η αλήθεια

substantivo feminino

Ela acredita que se deve sempre contar a verdade, jamais mentiras.
Πιστεύει στο να λέμε πάντα την αλήθεια και δεν ψεύδεται ποτέ.

αλήθεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qualquer suposta verdade científica está aberta a discussão.

αλήθεια

substantivo feminino (αξίωμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Σοβαρά;, Αλήθεια;

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γεγονός

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É um fato que os golfinhos são mamíferos.
Είναι γεγονός ότι τα δελφίνια είναι θηλαστικά.

δεδομένο

(que é real ou verdadeiro) (αδιαμφισβήτητο γεγονός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ας γράψουμε τα δεδομένα μας και μετά θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και τα υπόλοιπα.

πραγματικότητα, αλήθεια

(fato) (γεγονός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A realidade (or: verdade) é que fumar mata.
Η πραγματικότητα (or: αλήθεια) είναι ότι το κάπνισμα σκοτώνει.

εγκυρότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

της μετα-αλήθειας

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Honestamente, eu realmente não gosto dele - ele é muito arrogante.

υπεκφεύγω

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ανησυχώ που ο Μάικλ δεν έρχεται στα μαθήματα· τι θα γίνει αν τελικά δεν εμφανιστεί ούτε στις εξετάσεις;

Μα τι λες!, Τι μας λες;

(expressando irritação) (αγανάκτηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você não pode estar falando sério mesmo!
Μα τι λες! Τι αγένεια!

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Venha mesmo fazer uma visita! Eu amo você mesmo!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

ομολογουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É verdade que o John foi mal naquele teste, mas o professor não tinha o direito de chamá-lo na frente da sala daquele jeito.
Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη.

σοβαρά, πραγματικά

(BRA, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Falando sério, queremos sua ajuda.
Σοβαρά, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.

στην πραγματικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στ' αλήθεια

locução adverbial (genuinamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι

(não obstante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για την ακρίβεια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não estou ignorando seu irmão. Na verdade, eu o convidei para o jantar hoje à noite.
Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε.

ευαγγέλιο

(verdade absoluta) (μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η αλήθεια θα σας ελευθερώσει

expressão (bíblico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

expressão (μεταφορικά)

στην πραγματικότητα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορός της αλήθειας

(droga) (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ευαγγέλιο

(verdade inquestionável) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η ώρα της αλήθειας

(revelação, divulgação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκάλυψη

(revelação, epifania) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυταπόδεικτο γεγονός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η απόλυτη αλήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθολική αλήθεια

(algo absolutamente verdadeiro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια

expressão (jogo de perguntas e respostas)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μισή αλήθεια

η ώρα της κρίσης

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποδεικνύω

(mostrar que algo é verdadeiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω την αλήθεια

(ser honesto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεικνύομαι αληθινός

locução verbal (demonstrar que é verdadeiro)

παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για να είμαι ειλικρινής

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ώρα της αλήθειας

(momento de sucesso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω κπ στα μάτια

expressão verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλήθεια

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθολική έννοια

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Το χιούμορ είναι καθολική έννοια που υπερβαίνει τα σύνορα μεταξύ των πολιτισμών.

αλήθεια

(isso pode ser verdade?)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você está grávida? Mesmo (or: Sério)?
Είσαι έγκυος; Αλήθεια;

αληθινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi um erro de verdade.

δεν είναι έτσι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω ότι/πως

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verdade στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του verdade

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.